δωροδόκημα

δωροδόκημα
το (AM δωροδόκημα)
1. το αποτέλεσμα τής δωροδοκίας, η διαφθορά
2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία
νεοελλ.
το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δωροδόκημα — acceptance of a bribe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδόκημα — το ό,τι δίνει κανείς για να δωροδοκήσει ή παίρνει για να δωροδοκηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωροδοκημάτων — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκήματα — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκήματι — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκήματος — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκήματ' — δωροδοκήματα , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc pl δωροδοκήματι , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut dat sg δωροδοκήματε , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκουρο — το 1. το κοντό μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και των ποδιών των αιγοπροβάτων. 2. δωροδόκημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”